Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐθυγνωμίας

См. также в других словарях:

  • ευθυγνωμίας — εὐθυγνωμίας, ὁ (Α) μάρτυρας ο οποίος δίνει ειλικρινή κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευθυ γνωμ (< ευθύγνωμος) + παραγ. κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας, κινηματ ίας) …   Dictionary of Greek

  • εὐθυγνωμίας — εὐθυγνωμίᾱς , εὐθυγνωμίας witness who gives direct evidence masc acc pl εὐθυγνωμίᾱς , εὐθυγνωμίας witness who gives direct evidence masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»