-
1 ευθεία
droit
См. также в других словарях:
εὐθεῖα — fem nom/voc sg εὐθύς 1 straight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεία — εὐθεί̱ᾱ , εὐθεῖα fem nom/voc/acc dual εὐθείᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθείᾳ — εὐθεί̱ᾱͅ , εὐθεῖα fem dat sg (attic doric aeolic) εὐθείᾱͅ , εὐθύς 1 straight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθεία — Στη στοιχειώδη γεωμετρία η έννοια ε. είναι έννοια αρχική (δεν ορίζεται). Την έννοια της ε. σχηματίζουμε, αν τεντώσουμε ένα λεπτό νήμα· όσο το νήμα αυτό είναι πιο λεπτό, τόσο η μορφή του μας κάνει vα αντιληφθούμε πληρέστερα αυτό που λέμε ε. Στη… … Dictionary of Greek
ευθεία — η γραμμή με σταθερή κατεύθυνση, που είναι και η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακόρυφος ή κατακόρυφη — Ευθεία κάθετη στην επιφάνεια υγρών που βρίσκονται σε ηρεμία. Η κ. έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης, είναι κάθετη στο μέσο του επιπέδου του ορίζοντα και διαιρεί την ουράνια σφαίρα σε δύο αντιδιαμετρικά σημεία, στο ζενίθ και στο ναδίρ. Κ.… … Dictionary of Greek
εὐθεῖαι — εὐθεῖα fem nom/voc pl εὐθύς 1 straight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεῖαν — εὐθεῖα fem acc sg εὐθύς 1 straight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek