-
1 ευθετήσωσιν
-
2 εὐθετήσωσιν
См. также в других словарях:
εὐθετήσωσιν — εὐθετέω to be suitable aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευθετήσωσιν
2 εὐθετήσωσιν
εὐθετήσωσιν — εὐθετέω to be suitable aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)