-
1 ευθειών
-
2 εὐθειῶν
-
3 χιαστί
χι-αστί, Adv.II crosswise, diagonally,χ. τῶν εὐθειῶν κειμένων Procl. in Euc.p.357
F. -
4 ἐπάλληλος
A one close after another, in close order, φάλαγξ, τάξεις, Plb.2.69.9, 11.11.7;ἄρτοι κατὰ ἓξ ἐ. J.AJ3.6.6
;θυρίδας πέριξ ἐ. D.C.74.10
; γυμνασίαι, φθοραί, κτλ., Ph.2.288, 175, al.; continuous, βοή Hdn.2.7.6;δαπάναι IG7.2712.54
([place name] Acraephia);ἐ. πληγαί
given in quick succession,Alciphr.
3.6.b Gramm., τὸ ἐ. τῶν δύο εὐθειῶν succession, sequence of two nominatives, A.D.Synt.179.13,al.II ἐπαλλήλοιν χεροῖν by one another's hands (Hermann for ἐπ' ἀλλ-), S.Ant.57.2γόμφοι ἐ.
mortised into one another,Longin.
41.3.III Adv. - λως again and again,δι' ὅλου τοῦ ἔτους Dsc.1.115.5
; Rhet., ἐ. ῥῆμα ἐπιτιθέναι repeat (e.g. μικρὸν μικρόν), Alex.Fig.2.2.2ἐ. ἔχειν τὰ ἔμπροσθεν
lean against one another,Ath.
10.456e.3 in alternate succession, Ph.1.397.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάλληλος
См. также в других словарях:
εὐθειῶν — εὐθεῑῶν , εὐθεῖα fem gen pl εὐθύς 1 straight fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek
δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… … Dictionary of Greek
συντεταγμένη — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι συντεταγμένες αριθμοί ή ζεύγη αριθμών ή τριάδες ή τετράδες αριθμών με τη βοήθεια τών οποίων καθορίζεται η θέση ενός σημείου ευθείας, επιπέδου, τού χώρου ή τού χρονοχώρου, αντίστοιχα 2. φρ. α) «άξονες συντεταγμένων»… … Dictionary of Greek
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
εγγύτατος — Η έννοια απαντά στη θεωρία των καμπυλών και των επιφανειών (διαφορική γεωμετρία). Αν Γ είναι μία καμπύλη στον τρισδιάστατο χώρο και Μ ένα σημείο της, F είναι μία οικογένεια καμπυλών (είτε επιφανειών) του χώρου με κοινό τους σημείο το Μ, και η Γ… … Dictionary of Greek
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek