-
1 ευημερια
дор. εὐᾱμερία ἥ1) погожий день, ясная погодаεὐημερίας οὔσης Xen. или γενομένης Arst. — при хорошей погоде
2) счастливое время, благоденствие, процветание Pind., Eur., Plut.εὐ. ἐν τῷ ζῆν Arst. — жизнерадостность
3) цветущее состояние(τοῦ σώματος Arst.)
4) счастье, успех, удача(τέν εὐημερίαν διδόναι τινί Polyb.)
-
2 ευημερία
η процветание; благосостояние, благополучие; полная обеспеченность; благоденствие (уст.) -
3 ευημερία
[эвимэриа] ουσ θ процветание, благоденствие. -
4 ευεξία
-
5 ευζωία
η см. ευημερία -
6 υλικός
η, ό[ν]1) материальный; вещественный;υλικός κόσμος — материальный мир;
υλικά αγαθά — материальные блага, ценности;
υλικό ενδιαφέρον — материальная заинтересованность;
οι συνθήκες της υλικής ζωής — материальные условия, условия жизни;
υλική ευημερία — материальное благосостояние;
2) плотский, чувственный;υλικές απολαύσεις — чувственные наслаждения
См. также в других словарях:
εὐημερία — εὐημερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc/acc dual εὐημερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερίᾳ — εὐημερίαι , εὐημερία fine weather fem nom/voc pl εὐημερίᾱͅ , εὐημερία fine weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευημερία — η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος] αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ. β. «οικονομική ευημερία») μσν. αρχ. στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.) μσν. 1. εύνοια 2.… … Dictionary of Greek
ευημερία — η οικονομική άνεση, καλοπέραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐημερίας — εὐημερίᾱς , εὐημερία fine weather fem acc pl εὐημερίᾱς , εὐημερία fine weather fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερίαι — εὐημερία fine weather fem nom/voc pl εὐημερίᾱͅ , εὐημερία fine weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερίαν — εὐημερίᾱν , εὐημερία fine weather fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημεριῶν — εὐημερία fine weather fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερίαις — εὐημερία fine weather fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek