-
1 ευηθικοίς
-
2 εὐηθικοῖς
См. также в других словарях:
εὐηθικοῖς — εὐηθικός like an masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευηθικοίς
2 εὐηθικοῖς
εὐηθικοῖς — εὐηθικός like an masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)