-
1 ευετηρία
εὐετηρίᾱ, εὐετηρίαa good season: fem nom /voc /acc dualεὐετηρίᾱ, εὐετηρίαa good season: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐετηρίαι, εὐετηρίαa good season: fem nom /voc plεὐετηρίᾱͅ, εὐετηρίαa good season: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐετηρία
A a good season (for the fruits of the earth), X. HG5.2.4, etc.: in pl., ἐν ταῖς εὐ. Arist.GA 760b3.3 generally, prosperity, plenty, ἡ ἐκτὸς εὐ. Id.EN 1098b26, cf. 1155a8, Pol. 1306b11, SIG 799.16 (Cyzicus, i A. D.), etc.: personified, Εὐ. IG12(2).262 (Mytil.), Ath.Mitt.37.288 (Pergam., ii A. D.), etc.; as name of a trireme, IG22.1607.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐετηρία
-
3 εὐετηρία
Βλ. λ. ευετηρία -
4 εὐετηρίᾳ
Βλ. λ. ευετηρία -
5 ευετηρίας
εὐετηρίᾱς, εὐετηρίαa good season: fem acc plεὐετηρίᾱς, εὐετηρίαa good season: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 εὐετηρίας
εὐετηρίᾱς, εὐετηρίαa good season: fem acc plεὐετηρίᾱς, εὐετηρίαa good season: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ευετηρίαι
εὐετηρίαa good season: fem nom /voc plεὐετηρίᾱͅ, εὐετηρίαa good season: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 εὐετηρίαι
εὐετηρίαa good season: fem nom /voc plεὐετηρίᾱͅ, εὐετηρίαa good season: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ευετηρίαν
-
10 εὐετηρίαν
-
11 ευετηριών
-
12 εὐετηριῶν
-
13 ευετηρίαις
-
14 εὐετηρίαις
-
15 ευετηρίης
-
16 εὐετηρίης
-
17 εὐδές
-
18 καλοκαιρία
κᾰλοκαιρ-ία, ἡ,A = εὐετηρία, Melamp.p.30 D., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοκαιρία
См. также в других словарях:
εὐετηρία — εὐετηρίᾱ , εὐετηρία a good season fem nom/voc/acc dual εὐετηρίᾱ , εὐετηρία a good season fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευετηρία — εὐετηρία, ἡ (Α) 1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν. β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι… … Dictionary of Greek
εὐετηρίᾳ — εὐετηρίαι , εὐετηρία a good season fem nom/voc pl εὐετηρίᾱͅ , εὐετηρία a good season fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίας — εὐετηρίᾱς , εὐετηρία a good season fem acc pl εὐετηρίᾱς , εὐετηρία a good season fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίαι — εὐετηρία a good season fem nom/voc pl εὐετηρίᾱͅ , εὐετηρία a good season fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίαν — εὐετηρίᾱν , εὐετηρία a good season fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηριῶν — εὐετηρία a good season fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίαις — εὐετηρία a good season fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίης — εὐετηρία a good season fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευετία — εὐετία και ποιητ. τ. εὐετίη, ἡ (Α) η ευετηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έτος] … Dictionary of Greek
καλοκαιρία — και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά) νεοελλ. 1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες 2. παροιμ. «καλοκαιριά τής Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» ο καλός καιρός κατά τη ημέρα τής Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιο νεοελλ.… … Dictionary of Greek