-
1 ευετηρίης
-
2 εὐετηρίης
См. также в других словарях:
εὐετηρίης — εὐετηρία a good season fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευετηρίης
2 εὐετηρίης
εὐετηρίης — εὐετηρία a good season fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)