-
1 ευεστοί
-
2 εὐεστοῖ
-
3 εὐ-εστώ
εὐ-εστώ, οῦς, ἡ (εἰμί), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; πόλις χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. εὐϑηνία, εὐδαιμονία; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐϑυμίαν) καὶ εὐεστώ; s. Lob. zu Phryn. p. 466.
-
4 εὐεστώ
A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity,ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85
;ἐν εὐ. φίλῃ A.Th. 187
, Ag. 929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib. 647, cf. Call.Aet.4.1.7. -
5 εὐ-ετύς
-
6 ευεστω
См. также в других словарях:
εὐεστοῖ — εὐεστώ well being fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολβίζω — ὀλβίζω (Α) [όλβος] 1. καθιστώ κάποιον όλβιο*, μακάριο, ευτυχισμένο («ἕv ἦμαρ μ ὤλβισ , ἕν δ ἀπώλεσεν», Ευρ.) 2. θεωρώ κάποιον ευδαίμονα, μακαρίζω, καλοτυχίζω κάποιον («ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα ἐν εὐεστοῑ φίλη», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ευεστώ — εὐεστώ, οῡς, ἡ (Α) 1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», Ηρόδ.) 2. τίτλος έργου τού Δημοκρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. τού ουσία] … Dictionary of Greek