-
1 εὐεργετητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργετητικός
См. также в других словарях:
ναυκρατητικός — ναυκρατητικός, ή, όν (Α) αυτός που ταιριάζει σε νίκη τού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυκράτης + κατάλ. ητικός (πρβλ. ευεργετ ητικός)] … Dictionary of Greek