Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐεργέτις

См. также в других словарях:

  • εὐεργέτις — fem nom sg εὐεργέτις masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεργέτις — η (ΑΜ εὐεργέτις) βλ. ευεργέτης …   Dictionary of Greek

  • εὐεργέτιδα — εὐέργετις fem acc sg εὐεργέτις fem acc sg εὐεργέτις masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργέτιδας — εὐέργετις fem acc pl εὐεργέτις fem acc pl εὐεργέτις masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργέτιδες — εὐέργετις fem nom/voc pl εὐεργέτις fem nom/voc pl εὐεργέτις masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργέτιδι — εὐέργετις fem dat sg εὐεργέτις fem dat sg εὐεργέτις masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργέτιδος — εὐέργετις fem gen sg εὐεργέτις fem gen sg εὐεργέτις masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργέτισι — εὐέργετις fem dat pl εὐεργέτις fem dat pl εὐεργέτις masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργέτισιν — εὐέργετις fem dat pl εὐεργέτις fem dat pl εὐεργέτις masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργέτιν — εὐεργέτις fem acc sg εὐεργέτις masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεργέτης — ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα) αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον νεοελλ. 1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»