Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐεπιφόρως

См. также в других словарях:

  • εὐεπιφόρως — εὐεπίφορος inclined adverbial εὐεπίφορος inclined masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεπίφορος — εὐεπίφορος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτι («εὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν») 2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολία («εὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.). επίρρ... εὐεπιφόρως 1. με ευχαρίστηση, με ευκολία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»