-
1 ευεπιφόρως
-
2 εὐεπιφόρως
-
3 εὐ-επί-φορος
εὐ-επί-φορος, leicht wohin getragen, geneigt wozu, εἴς τι, Schol. Ar. Plut. 990; auch ἐπί τι u. πρός τι, Sp. – Adv., εὐεπιφόρως ἔχει πρὸς τὴν ϑά-λασσαν, er kommt gern darauf zu sprechen, Strab. I p. 28.
-
4 εὐεπίφορος
εὐ-επί-φορος, leicht wohin getragen, geneigt wozu. Adv., εὐεπιφόρως ἔχει πρὸς τὴν ϑά-λασσαν, er kommt gern darauf zu sprechen
См. также в других словарях:
εὐεπιφόρως — εὐεπίφορος inclined adverbial εὐεπίφορος inclined masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεπίφορος — εὐεπίφορος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτι («εὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν») 2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολία («εὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.). επίρρ... εὐεπιφόρως 1. με ευχαρίστηση, με ευκολία… … Dictionary of Greek