-
1 ευεπείας
εὐεπείᾱς, εὐέπειαbeauty of language: fem acc plεὐεπείᾱς, εὐέπειαbeauty of language: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 εὐεπείας
εὐεπείᾱς, εὐέπειαbeauty of language: fem acc plεὐεπείᾱς, εὐέπειαbeauty of language: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ευεπεια
ἥ1) красота речи, красноречие Plat., Plut.εὐέπειαι λόγων Plat. — красивые словосплетения, словесные красоты
2) ласковая речь, доброжелательные слова
См. также в других словарях:
εὐεπείας — εὐεπείᾱς , εὐέπεια beauty of language fem acc pl εὐεπείᾱς , εὐέπεια beauty of language fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέπεια — εὐέπεια και ποιητ. τ. εὐεπίη, ἡ (Α) [ευεπής] 1. η ομορφιά στον λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία («εὐέπειαι λόγων», Πλάτ.) 2. (για ήχο) ευφωνία 3. ευχετικοί, καλοί λόγοι («ἄξιος γὰρ εἶ, τῆς εὐεπείας εἵνεκα», Σοφ.) … Dictionary of Greek