-
1 ευενδότου
-
2 εὐενδότου
См. также в других словарях:
εὐενδότου — εὐένδοτος easily yielding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek