-
1 εὐεκτέω
A to be in good condition,τῷ σώματι Ceb.16
, cf. Ph.1.611, Gal.UP1.21, Aesop.185, etc.;ὅταν ἢ ζῷον ἢ δένδρον εὐεκτῇ Plu.2.919c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεκτέω
-
2 εὐέκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέκτης
-
3 εὐεκτία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεκτία
-
4 εὐεκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεκτικός
-
5 εὐεκτός
εὐεκτ-ός, όν,A = εὐέκτης, Sch.E.Hipp. 109 ([comp] Comp.). Adv. - τῶς, gloss on λίπα, Sch.DIl.10.577, Zonar., prob. for εὐκτεῶς, = ὑγιῶς, Hsch. (cf. εὐεστότερος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεκτός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий