-
1 ευείρω
-
2 εὐείρῳ
-
3 εὔειρος
A with or of good wool, fleecy, Hp.Mul.2.187 ([comp] Sup.), AP7.657 (Leon.):—[dialect] Att. [full] εὔερος (cf. Phryn. 122) S.Tr. 675 (Lob. for εὐείρῳ); εὔερόν τ' ἄγραν (Schneidew. for εὔκερών τ') Id.Aj. 297; ;γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν Cratin. 175
: heterocl. acc. pl. εὔειρας v.l. for ἐτῆρας, S.Fr. 751.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔειρος
См. также в других словарях:
εὐείρῳ — εὔειρος with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)