-
1 ευδοξως
-
2 Ευδόξως
-
3 Εὐδόξως
-
4 ευδόξως
-
5 εὐδόξως
-
6 μεγάλως
μεγάλως adv. of μέγας (Hom. et al.) greatly μ. εἶναι (w. θαυμαστῶς) be great Hv 3, 4, 1; Hs 5, 5, 4 (s. HLjungvik, Eranos 62, ’64, 28); on v 1, 3, 3 s. Dibelius, Hdb. W. εὐδόξως 9, 18, 4. Used to strengthen a verb very (much), greatly (Polyb. 1, 52, 2; Herodian 4, 15, 2; Jos., Vi. 154; SibOr 5, 61) ἐβόησεν μ. let out a tremendous roar AcPl Ha 2, 6; ἐμαρτυρήθη μ. Ἀβραάμ Abraham had received a glorious witness 1 Cl 17:2; χαρῆναι μ. be very glad (PAmh 39, 8 [II B.C.] μεγάλως ἐχάρημεν; EpArist 42; 312) Phil 4:10; Hs 8, 6. ἠγαλλιάσαντο μ. AcPl Ha 8, 5. συνεχάρην … μ. Pol. 1:1. παραδέχεσθαι μ. be welcomed heartily Ac 15:4 v.l. δοξασθεὶς μ. 1 Cl 17:5; cp. μ. ἡ δόξα κυρίου … ἐπʼ αὐτόν AcPl Ha 7, 7.—GPt 11:45 (s. ἀγωνιάω). It is textually uncertain whether the verb w. μ. in 1 Cl 1:1 is βλασφημηθῆναι or βλαφθῆναι. In a fragmentary context AcPl BMM verso 23.—DELG s.v. μέγας. M-M.
См. также в других словарях:
Εὐδόξως — Εὔδοξος of good repute masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδόξως — εὔδοξος of good repute adverbial εὔδοξος of good repute masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… … Dictionary of Greek