Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐδόξως

См. также в других словарях:

  • Εὐδόξως — Εὔδοξος of good repute masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδόξως — εὔδοξος of good repute adverbial εὔδοξος of good repute masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»