-
1 Ευδόξοιο
-
2 Εὐδόξοιο
-
3 ευδόξοιο
-
4 εὐδόξοιο
-
5 εὔδοξος
εὔδοξος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις: -οις, -α.)1 glorious of people, things.εὔδοξον Ἱπποδάμειαν O. 1.70
κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (Bergk: εὐδόξοιο codd.) O. 14.23εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
εὐδόξῳ Μίδᾳ P. 12.5
εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης pr. N. 7.8 εἴ τις εὐδόξων ἐςἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1
καὶ τέκ' εὔδοξο[ν (supp. Bury) Δ. 2. 3. καὶ τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον (byz.: ἔνδοξον cod. unus; om. alter) fr. 172. 6. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell) fr. 215b. 8.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский