-
1 ευδρόσους
-
2 εὐδρόσους
См. также в других словарях:
εὐδρόσους — εὔδροσος with plenteous dew masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευδρόσους
2 εὐδρόσους
εὐδρόσους — εὔδροσος with plenteous dew masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)