-
1 εὐδοκέω
A to be well pleased or content, Plb.2.49.2, al.; ἐάν .. Id.29.12.8: c. part., Id.15.36.6: c. dat., to be content with, find pleasure in a person or thing, Id.18.52.5, D.S.17.47, D.H.8.74;τῇ ἀδικίᾳ 2 Ep.Thess.2.12
; , al., 2 Ep.Cor.12.10, al.;εἴς τινα 2 Ep.Pet.1.17
; : also c. acc., τινα ib.Ge.33.10; [ ἐγγύους] SIG672.27 (Delph., ii B. C.);ἡ γῆ -ήσει τὰ σάββατα LXX Le.26.34
.2 consent, approve, c. dat.,τοῖς γεγραμμένοις PLond.3.1168.15
(i A. D.), al.;τῇ δημοσιώσει POxy.1273.40
(iii A. D.); alsoἐπί τινι PTeb.317.33
(ii A. D.), al.: freq. abs. in legal documents, PRyl.120.24 (ii A. D.), etc.3 c. inf., consent, agree to do, Plb.1.78.8, al. (and c. acc. et inf., consent that.., Id.1.8.4, LXX 2 Ma.14.35); to be ready, willing, PGrenf.1.1.17 (ii B. C.), 1 Ep.Thess.2.8.b determine, resolve, Ev. Luc.12.32, etc.5 [voice] Med., = [voice] Act. in signf. 1,ἐπί τινι Plb.1.8.4
; τινι Id.3.31.6, D.S.15.16 codd.;περί τινος Phld.Rh.Supp.p.44S.
II [voice] Pass., to be favoured, i.e. prosper, LXX 1 Ch.29.23: c. dat., find approval with, τισι Plb.1.88.4, al.III of persons or things, to be well-pleasing or acceptable, find favour with, τινι Plb.20.5.10, Max.Tyr.32.5;τὰ -οῦντα ἑαυτῷ Phld.Rh.Supp. p.54
S.IV c. acc. et gen., deem worthy of,τινα τιμῆς PLond.1.3.6
(ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδοκέω
-
2 εὐδόκησις
A satisfaction, approval, Plb.16.20.4, D.S. 15.6, D.H.3.13, S.E.M.7.200; consent, concurrence, POxy.1273.39 (iii A. D.);ἔλαβον -ησιν SIG685.108
(Crete, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδόκησις
-
3 εὐδοκητός
A well-pleasing, acceptable, Sm.Ps.67(68).31, D.L.2.87. Adv. - with good repute,Vit.Philonid.
p.9C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδοκητός
-
4 εὐδοκία
εὐδοκ-ία, ἡ,A = εὐδόκησις, esp. of God, LXX 1 Ch.16.10, al., Ev.Luc.2.14, al.; good will, Ep.Phil.1.15; contentment, Phld.Piet.25.3 v.l. for εὐδοκιμίη in Hp.Praec.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδοκία
См. также в других словарях:
κακορρέκτης — κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α) αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβής («κακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο ρρέκτης] … Dictionary of Greek
καταγραφέας — ο (Μ καταγραφεύς) [καταγραφή] αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας τής περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.) νεοελλ. 1. ο απογραφέας 2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή … Dictionary of Greek
πολυστήμων — ον, Μ αυτός που έχει πολλούς στήμονες, πολύστημος* («πολυστήμων ἱστός», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στήμων (< στήμων), πρβλ. χρυσο στήμων] … Dictionary of Greek
προσδόκιμος — ον, Α αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμος ὁ θάνατος», Ιπποκρ. β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. ιμος (πρβλ. ευδόκ ιμος] … Dictionary of Greek
τυφλοποιός — όν, ΜΑ αυτός που τυφλώνει κάποιον («ὁ ἔρως τυφλός, ἤγουν τυφλοποιός ποιεῑ γὰρ τοὺς ἐρῶντας τὰ μὴ καλά, καλὰ ἡγεῑσθαι», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ποιός*] … Dictionary of Greek
χαλκοκέραμος — ὁ, Μ (κατά την Ευδοκ.) «ἔδησαν αὐτὸν ἐν χαλκοκεράμῳ. Χαλκὸς δὲ κέραμος πόλις ἐστὶν οὕτω καλουμένη ἢ εἶδός ἐστι δεσμοῦ δυσχεροῦς, ἀλύτου καὶ δυσαντήτου». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κέραμος (πρβλ. ῥυπο κέραμος)] … Dictionary of Greek
ψευδοειδής — ές, Μ αυτός που έχει ψεύτικη όψη («σελήνην ψευδοειδῆ καὶ ἀπὸ ἡλίου φωτίζεσθαι», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ειδής*] … Dictionary of Greek