Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐδοκ-έω

См. также в других словарях:

  • κακορρέκτης — κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α) αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβής («κακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο ρρέκτης] …   Dictionary of Greek

  • καταγραφέας — ο (Μ καταγραφεύς) [καταγραφή] αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας τής περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.) νεοελλ. 1. ο απογραφέας 2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή …   Dictionary of Greek

  • πολυστήμων — ον, Μ αυτός που έχει πολλούς στήμονες, πολύστημος* («πολυστήμων ἱστός», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στήμων (< στήμων), πρβλ. χρυσο στήμων] …   Dictionary of Greek

  • προσδόκιμος — ον, Α αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμος ὁ θάνατος», Ιπποκρ. β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. ιμος (πρβλ. ευδόκ ιμος] …   Dictionary of Greek

  • τυφλοποιός — όν, ΜΑ αυτός που τυφλώνει κάποιον («ὁ ἔρως τυφλός, ἤγουν τυφλοποιός ποιεῑ γὰρ τοὺς ἐρῶντας τὰ μὴ καλά, καλὰ ἡγεῑσθαι», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοκέραμος — ὁ, Μ (κατά την Ευδοκ.) «ἔδησαν αὐτὸν ἐν χαλκοκεράμῳ. Χαλκὸς δὲ κέραμος πόλις ἐστὶν οὕτω καλουμένη ἢ εἶδός ἐστι δεσμοῦ δυσχεροῦς, ἀλύτου καὶ δυσαντήτου». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κέραμος (πρβλ. ῥυπο κέραμος)] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοειδής — ές, Μ αυτός που έχει ψεύτικη όψη («σελήνην ψευδοειδῆ καὶ ἀπὸ ἡλίου φωτίζεσθαι», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»