Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐδιᾰβόλως

См. также в других словарях:

  • εὐδιαβόλως — εὐδιάβολος easy to misrepresent adverbial εὐδιάβολος easy to misrepresent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάβολος — εὐδιάβολος, ον (Α) 1. ο ευδιάβλητος 2. (επίρρ. φρ.) «εὐδιαβόλως ἔχειν» το να έχει κάποιος διάθεση για κατηγορία, για διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά βολος «αυτός που διαβάλλει (ή και διαβάλλεται)» (< δια βάλλω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»