-
1 ευδιόρθωτοι
-
2 εὐδιόρθωτοι
См. также в других словарях:
εὐδιόρθωτοι — εὐδιόρθωτος easy to remedy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιόρθωτος — εὐδιόρθωτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διορθώνεται ή θεραπεύεται εύκολα («εὐδιόρθωτον... συμφοράν», Διον. Αλ.) 2. αυτός που επισκευάζεται εύκολα αρχ. (για νόσο) εκείνος που εύκολα θεραπεύεται («εὐδιόρθωτοι νοῡσοι», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek