Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐδιόρθωτοι

См. также в других словарях:

  • εὐδιόρθωτοι — εὐδιόρθωτος easy to remedy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιόρθωτος — εὐδιόρθωτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διορθώνεται ή θεραπεύεται εύκολα («εὐδιόρθωτον... συμφοράν», Διον. Αλ.) 2. αυτός που επισκευάζεται εύκολα αρχ. (για νόσο) εκείνος που εύκολα θεραπεύεται («εὐδιόρθωτοι νοῡσοι», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»