-
1 ευδιέξοδος
-
2 εὐδιέξοδος
-
3 εὐδιέξοδος
εὐδιέξοδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιέξοδος
-
4 εὐδιέξοδος
-
5 ευδιέξοδοι
-
6 εὐδιέξοδοι
См. также в других словарях:
ευδιέξοδος — εὐδιέξοδος, ον (Α) αυτός που εξέρχεται με ευχέρεια («εὐδιέξοδος κοιλίη» εύκολη κένωση, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
εὐδιέξοδος — easily going out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιέξοδοι — εὐδιέξοδος easily going out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)