Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐδιάλυτος

См. также в других словарях:

  • εὐδιάλυτος — easy to undo masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαλύτως — εὐδιάλυτος easy to undo adverbial εὐδιάλυτος easy to undo masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάλυτον — εὐδιάλυτος easy to undo masc/fem acc sg εὐδιάλυτος easy to undo neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαλύτοις — εὐδιάλυτος easy to undo masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαλύτου — εὐδιάλυτος easy to undo masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαλύτους — εὐδιάλυτος easy to undo masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαλύτων — εὐδιάλυτος easy to undo masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάλυτα — εὐδιάλυτος easy to undo neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάλυτοι — εὐδιάλυτος easy to undo masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιαλυτότητα — η [ευδιάλυτος] η ιδιότητα τού ευδιαλύτου, τό να διαλύεται κάτι εύκολα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»