-
1 ευδιαζομαι
наслаждаться покоемβίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Plat. — жизнь, полная безмятежного покоя
-
2 παρευδιαζομαι
жить безмятежно, наслаждаться покоемἦγον τέν εἰρήνην ἀεὴ παρευδιαζόμενοι Polyb. — (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром
См. также в других словарях:
ευδιάζω — και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) [ευδία] (για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύω («μόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε») μσν. νεοελλ. απρόσ. ευδιάζει γίνεται γαλήνη αρχ. 1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο 2. μέσ. εὐδιάζομαι είμαι γαλήνιος, ηρεμώ … Dictionary of Greek