-
1 ευδιαχώρητος
-
2 εὐδιαχώρητος
-
3 ευδιαχωρητος
-
4 εὐδιαχώρητος
εὐδια-χώρητος, ον, of food,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιαχώρητος
-
5 εὐδιαχώρητος
εὐ-δια-χώρητος, leicht durchgehend, leichten Stuhlgang befördernd -
6 ευδιαχώρητον
εὐδιαχώρητοςeasy to digest and passmasc /fem acc sgεὐδιαχώρητοςeasy to digest and passneut nom /voc /acc sg -
7 εὐδιαχώρητον
εὐδιαχώρητοςeasy to digest and passmasc /fem acc sgεὐδιαχώρητοςeasy to digest and passneut nom /voc /acc sg -
8 ευδιαχωρητότερος
-
9 εὐδιαχωρητότερος
-
10 εὐδρομίας
A rapid swimmer, of a fish, Eratosth. 12 codd. [suff] εὔδρομ-ος, ον, running well, swift,κλωστήρ AP6.160
(Antip. Sid.);Ἄρτεμις Orph.H.36.6
; of pulleys, Gal.18(1).521: metaph. in [comp] Sup. - ώτατος, πρὸς ἀρετήν Max.
Tyr. 16.8.II in Medic. sense, lively,σῶμα Plu.2.715e
; = εὐδιαχώρητος, τροφαί Aret. CA2.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδρομίας
См. также в других словарях:
ευδιαχώρητος — εὐδιαχώρητος, ον (Α) (για τροφές) εύπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α διαχώρητος, δυσ διαχώρητος] … Dictionary of Greek
εὐδιαχώρητος — easy to digest and pass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαχώρητον — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc/fem acc sg εὐδιαχώρητος easy to digest and pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαχωρητότερος — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέκκριτος — εὐέκκριτος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εκκρίνεται εύκολα από το σώμα, ο ευδιαχώρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ κριτος (< εκ κρίνω)] … Dictionary of Greek