Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐδιαχώρητος

См. также в других словарях:

  • ευδιαχώρητος — εὐδιαχώρητος, ον (Α) (για τροφές) εύπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α διαχώρητος, δυσ διαχώρητος] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαχώρητος — easy to digest and pass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαχώρητον — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc/fem acc sg εὐδιαχώρητος easy to digest and pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαχωρητότερος — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευέκκριτος — εὐέκκριτος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εκκρίνεται εύκολα από το σώμα, ο ευδιαχώρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ κριτος (< εκ κρίνω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»