-
1 ευδιακρίτως
εὐδιάκριτοςeasy to distinguish: adverbialεὐδιάκριτοςeasy to distinguish: masc /fem acc pl (doric) -
2 εὐδιακρίτως
εὐδιάκριτοςeasy to distinguish: adverbialεὐδιάκριτοςeasy to distinguish: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
εὐδιακρίτως — εὐδιάκριτος easy to distinguish adverbial εὐδιάκριτος easy to distinguish masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάκριτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, ον) αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός μσν. διακριτικός, ευγενικός μσν. αρχ. αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος. επίρρ... ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως) με τρόπο ώστε να διακρίνεται … Dictionary of Greek
εύκριτος — εὔκριτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που κρίνεται δίκαια αρχ. 1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.) 2. αυτός τον οποίο διακρίνει κάποιος εύκολα, ο ολοφάνερος («εὔκριτόν ἐστιν… … Dictionary of Greek
ԳԵՂԵՑԿՈՐՈՇԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0539 Chronological Sequence: 8c մ. εὑδιακρίτως distincte Գեղեցիկ որոշմամբ. քաջ ընտրողութեամբ. *Գեղեցկորոշաբար սահմանադրել. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)