-
1 ευδαπανώτατος
-
2 εὐδαπανώτατος
См. также в других словарях:
εὐδαπανώτατος — εὐδάπανος lavish of expense masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύοικος — εὔοικος, ον (Α) 1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει καλά σπίτια 2. κατάλληλος, ευχάριστος, άνετος για κατοικία («οὐδ ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν», Οππ.) 3. αυτός που έχει λίγες δαπάνες, ο ολιγοδάπανος («τὰ ἴδια εὐοικότατός τε ἅμα καὶ … Dictionary of Greek