-
1 ευδαιμονοίης
-
2 εὐδαιμονοίης
-
3 εὐδαιμονέω
Aεὐδαιμόνηκα Arist.Metaph. 1048b26
: ([etym.] εὐδαίμων):— to be prosperous, well off, Hdt.1.170, Th.8.24, etc.; τι in respect to.., Hdt.2.177, S.Ant. 506, etc.; οὔτις ἀνδρῶν εἰς ἅπαντ' εὐ. E.Fr.45;ἔν τινι Luc.DMort.24.3
;εὐδαιμονοίης E.El. 231
, Ph. 1086: dual,εὐδαιμονοῖτον Id.Med. 1073
; parodied by Ar.Ach. 446, 457.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδαιμονέω
-
4 προθυμέομαι
Aπροὐθυμούμην Th.4.12
, Pl.R. 402b; in Hdt. [pref] προεθ- (with v.l. προθ-), 5.78,9.38, also in X.Ages..2.1, Pl.Cra. 395d: [tense] fut.προθυμήσομαι X.Cyr.2.3.3
, Pl.Men. 74b, Plt. 262a; προθυμηθήσομαι v.l. in Lys.25.17 and Pl.Phd. 115c: [tense] aor.προὐθυμήθην Antipho 1.6
, Th.5.17, X.An.4.1.22, Pl.Phd. 69d: [tense] pf.προτεθύμημαι Bull.Soc.Alex. 7.67
:—to be ready, willing, eager to do a thing, c. inf., Hdt.1.36, 206, al., S.Tr. 1119, Ar.V. 1173, Lys.3.9, etc.; ὃς ἂν προθυμεῖσθαι ἐθέλῃ δίκαιος γενέσθαι will show zeal in becoming.., Pl.R. 613a, cf.Phd. 75b, La. 186a, etc.; alsoπ. ὅκως.. Hdt.1.91
, cf. Pl. Phd. 91a;π.ὅθως ἂν εὐδαιμονοίης Id.Ly. 207e
;ὡς ὑστερήσειε.., προεθυμεῖτο X.Ages.2.1
.2 abs. (though an inf. may commonly be supplied), show zeal, exert oneself, A.Pr. 383, 630, Hdt.8.86, 9.38, Th. 4.81, X.An.6.4.22, etc.; to be of good cheer, in good spirits, opp. ἀθυμέω, Id.Cyr.6.2.13.3 c. acc. objecti, to be eager or zealous for, desire ardently, τὴν ξύμβασιν, τὴν ὁμολογίαν, Th.5.17, 8.90: mostly with neut. Adj.,π. τοῦτο, ὅπως.. Antipho
l.c.;μηδὲν ἄλλο ἢ τοῦτο Pl.Phd. 64a
, cf. R. 472e, al., v. l. in 460d;π. περί τι Arist.HA 581a22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προθυμέομαι
См. также в других словарях:
εὐδαιμονοίης — εὐδαιμονέω to be prosperous pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδαιμονώ — έω (ΑΜ εὐδαιμονῶ, έω Μ και άω) [ευδαίμων] είμαι πράγματι ευτυχισμένος, δεν έχω δυσκολίες ή στενοχώριες αρχ. 1. πλεονεκτώ («ἡ τυραννὶς πολλὰ τ ἄλλ εὐδαιμονεῑ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾱν... ἂ βούλεται», Σοφ.) 2. και ως ευχή («εὐδαιμονοίης», Ευρ.) … Dictionary of Greek