-
1 εὐδίπλωτος
εὐδίπλωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδίπλωτος
-
2 ευδίπλωτοι
-
3 εὐδίπλωτοι
См. также в других словарях:
ευδίπλωτος — εὐδίπλωτος, ον (Μ) αυτός που διπλώνεται εύκολα … Dictionary of Greek
εὐδίπλωτοι — εὐδίπλωτος easily folded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)