-
1 εὐ-μενέτειρα
εὐ-μενέτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Ep. ad. 428 (IX, 788), nach Brunck für εὐγενέτειρα.
См. также в других словарях:
εὐγενέτειρα — εὐγενής well born fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγενέτης — εὐγενέτης και δωρ. τ. εὐγενέτας, ὁ, θηλ. εὐγενέτειρα και εὐγενέτις (Α) ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γενέτης (πρβλ. αει γενέτης)] … Dictionary of Greek