Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐβουλ-ία

См. также в других словарях:

  • Εὔβουλ' — Εὔβουλε , Εὔβουλος well advised masc voc sg Εὔβουλαι , Εὐβούλη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔβουλ' — εὔβουλα , εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc pl εὔβουλε , εὔβουλος well advised masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… …   Dictionary of Greek

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόπηνος — λεπτόπηνος, ον (Α) λεπτά υφασμένος («ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας... κόρας», Εύβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. αβρό πηνος, εύ πηνος] …   Dictionary of Greek

  • πίεσμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α [πιέζω] το αποτέλεσμα τής πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» η μάζα τού μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.) νεοελλ. μσν. άλλος τύπος τού όρου τής… …   Dictionary of Greek

  • παράδειπνις — ιδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Εύβουλ.) «παράσιτος, ἀλλοτρίων κτεάνων». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δεῖπνον + επίθημα ις, ιδος] …   Dictionary of Greek

  • παριππεύω — ΝΜΑ προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου μσν. αρχ. (ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου β) παραλείπω, παραμελώ αρχ. 1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι 2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος 3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω 4. υπερβαίνω,… …   Dictionary of Greek

  • πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… …   Dictionary of Greek

  • πώλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακραγαντίνος σοφιστής και διδάσκαλος της ρητορικής, μαθητής του μεγάλου σοφιστή Γοργία. Αναφέρεται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους. Έγραψε την Τέχνη, ποίημα ρητορικό, γενεαλογία των Ελλήνων που είχαν πάρει μέρος… …   Dictionary of Greek

  • σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»