-
1 ευβίοτος
-
2 εὐβίοτος
-
3 ευβιοτος
-
4 εὐβίοτος
II leading an honest life, respectable, D.C. 52.39, prob. in Antioch Astr. in Cat.Cod.Astr.1.110: written - βίωτος in IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐβίοτος
-
5 εὐβίοτος
-
6 ευβιος
-
7 ευβίοτον
εὐβίοτοςeasily finding their food: masc /fem acc sgεὐβίοτοςeasily finding their food: neut nom /voc /acc sg -
8 εὐβίοτον
εὐβίοτοςeasily finding their food: masc /fem acc sgεὐβίοτοςeasily finding their food: neut nom /voc /acc sg -
9 ευβιότω
-
10 εὐβιότῳ
-
11 ευβίοτοι
-
12 εὐβίοτοι
См. также в других словарях:
εὐβίοτος — easily finding their food masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευβίοτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυρας. Συνελήφθη στα χρόνια του Μαξιμιανού, βασανίστηκε και απελευθερώθηκε με τη φήμη της έλευσης του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Ανατολή. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Δεκεμβρίου. 2. Ο μάρτυρας.… … Dictionary of Greek
εὐβίοτον — εὐβίοτος easily finding their food masc/fem acc sg εὐβίοτος easily finding their food neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβιότῳ — εὐβίοτος easily finding their food masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβίοτοι — εὐβίοτος easily finding their food masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθήμων — εὐθήμων, ον (Α) 1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.) 2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα … Dictionary of Greek
εύβιος — εὔβιος, ον (Α) ο ευβίοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βίος] … Dictionary of Greek