-
1 ευαστήρ
-
2 εὐαστήρ
-
3 εὐαστήρ
εὐαστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; so heißen die Kureten, Orph. H. 30; Bacchus selbst, M. Argent. 26 (IX, 246).
-
4 ευαστηρ
- ῆρος ὅ издающий ликующие крики ( эпитет Вакха) Anth. -
5 εὐαστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαστήρ
-
6 εὐαστήρ
εὐαστήρ, ῆρος, ὁ, der Eua Rufende; so heißen die Kureten; Bacchus selbst -
7 συν-ευαστήρ
συν-ευαστήρ, ῆρος, ὁ, der die bacchische Feier Mitfeiernde, Orph. H. 1, 34.
-
8 εὐάστειρα
-
9 ευαστήρα
-
10 εὐαστῆρα
-
11 ευαστήρες
-
12 εὐαστῆρες
-
13 ευαστήρι
-
14 εὐαστῆρι
-
15 εὐάστειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάστειρα
-
16 συνευαστήρ
συν-ευαστήρ, ῆρος, ὁ, der die bacchische Feier Mitfeiernde
См. также в других словарях:
ευαστήρ — εὐαστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ευάζω] βλ. ευαστής … Dictionary of Greek
εὐαστήρ — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαστῆρα — εὐαστήρ in masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαστῆρες — εὐαστήρ in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαστῆρι — εὐαστήρ in masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάστειρα — εὐάστειρα, ἡ (Α) [ευαστήρ] θηλ. τού ευαστήρ* … Dictionary of Greek
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek
συνεαυστήρ — ῆρος, ὁ, Α συνεορταστής στις βακχικές γιορτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐαστὴρ (< εὐάζω «βακχεύω»)] … Dictionary of Greek