-
1 ευαρμοστια
ἥ соразмерность, слаженность, гармоничность, уравновешенность(ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὴ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὴ ἀνάμιξις πάντων Plut.)
εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. — приветливое обхождение -
2 ευαρμοστον
τό Plat. = εὐαρμοστία См. ευαρμοστια -
3 ευλογια
ἥ1) изящество речи, красноречие(εὐ. καὴ εὐαρμοστία Plat.; δι΄ εὐλογίας ἐξαπατᾶν τὰς καρδίας NT.)
2) (по)хвала(ἄξιος εὐλογίας Arph.)
ὑμνῆσαι δι΄ εὐλογίας Eur. — воспеть в хвалебных гимнах3) благословение(μεταλαμβάνειν εὐλογία; ἀπό τινος NT.)
4) благодеяние(εὐ. καὴ οὐ πλεονεξία NT.)
5) вероятность
См. также в других словарях:
εὐαρμοστία — εὐαρμοστίᾱ , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc/acc dual εὐαρμοστίᾱ , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαρμοστία — εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) [ευάρμοστος] η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος μσν. η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη αρχ. 1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν»… … Dictionary of Greek
εὐαρμοστίᾳ — εὐαρμοστίαι , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc pl εὐαρμοστίᾱͅ , εὐαρμοστία happy adaptation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστίας — εὐαρμοστίᾱς , εὐαρμοστία happy adaptation fem acc pl εὐαρμοστίᾱς , εὐαρμοστία happy adaptation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστίαν — εὐαρμοστίᾱν , εὐαρμοστία happy adaptation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστίαις — εὐαρμοστία happy adaptation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάρμοστος — η, ο (ΑΜ εὐάρμοστος, ον) 1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός 2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων») αρχ. 1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
ԳԵՂԵՑԿԱԴԱՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0537 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. εὑταξία, εὑαρμοστία ordo, decentia Գեղեցիկ դասաւորութիւն, կարգ. *Ո՞չ է իմաստութիւն՝ աստեղացն գեղեցկադասութիւն. Փիլ. նխ. ՟ա.: *Զիա՞րդ զարդարէ գովութեամբ զատամանցն գեղեցկադասութիւնի. Նիւս. երգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0538 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ. διακόσμοσις decus, εὑαρμοστία bona harmonia Գեղեցկայարմարն գոլ. բարեչափութիւն. *Ըսա իրին լինիցին գեղեցկայարմարութեան օրինացն. Պղատ. օրին. ՟Թ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0538 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ. διακόσμοσις decus, εὑαρμοστία bona harmonia Գեղեցկայարմարն գոլ. բարեչափութիւն. *Ըսա իրին լինիցին գեղեցկայարմարութեան օրինացն. Պղատ. օրին. ՟Թ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)