-
1 ευαρεστως
-
2 εὐαρέστως
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εὐαρέστως
-
3 ευαρέστως
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ευαρέστως
-
4 εὐαρέστως
благоугодно, благосклонно, приемлемо.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐαρέστως
-
5 εὐαρέστως
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐαρέστως
-
6 2102
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2102
См. также в других словарях:
εὐαρέστως — εὐάρεστος wellpleasing adverbial εὐάρεστος wellpleasing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάρεστος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ο όσιος. Καταγόταν από επίσημη οικογένεια της Γαλατίας. Ήταν ασκητής της Μονής Στουδίου επί Λέοντα E’ του Αρμένιου. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.… … Dictionary of Greek