-
1 εὐαρεστέω
A to be well pleasing,τῷ Κοινῷ τῶν Δελφῶν SIG611.19
(ii B.C.), cf. LXX Ge.5.22, al., D.S.14.4: abs., Ph.1.102; it seemed good, it was resolved,IG
14.757.8 (Naples, i A.D.): —[voice] Pass., to be well pleased, satisfied, τινι with a thing, Ph.Bel.55.23; τῇ νήσῳ, τῇ ἡγεμονίᾳ, D.S.3.55, 20.79;θυσίαις Ep.Hebr.13.16
.2 Medic., in [voice] Pass., to be benefited, get relief, of patients, Herod.Med. in Rh.Mus.58.72,79.II intr., = [voice] Pass., Lysipp. 7, Apollon.Perg.Con.1 Praef., D.H.11.60, Hierocl. in CA11p.442M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαρεστέω
См. также в других словарях:
ευαρεστώ — (ΑΜ εὐαρεστῶ, έω) [ευάρεστος] 1. είμαι ευάρεστος, προκαλώ ευαρέσκεια, ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον 2. (μέσ. και παθ.) ευαρεστούμαι είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δοκιμάζω ευχαρίστηση νεοελλ. μέσ. ευαρεστούμαι (για αιτήσεις, αναφορές ή σε… … Dictionary of Greek