-
1 ευαποσπαστος
2легко отрываемый -
2 ευαπόσπαστος
ος, ον уст. легко отделимый
См. также в других словарях:
ευαπόσπαστος — η, ο (Α εὐαπόσπαστος, ον) αυτός που εύκολα αποσπάται ή αποχωρίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο σπώ (πρβλ. αν απόσπαστος)] … Dictionary of Greek
εὐαπόσπαστα — εὐαπόσπαστος easy to be torn from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)