Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐαπόλυτος

См. также в других словарях:

  • ευαπόλυτος — εὐαπόλυτος, ον (Α) 1. αυτός που χωρίζεται εύκολα από κάτι («εὐαπόλυτος οὖσα ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ξεριζώνεται εύκολα 3. (για πρόβλημα ή απορία) αυτός που λύνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο λύω (πρβλ. αν απόλυτος, δυσ απόλυτος)] …   Dictionary of Greek

  • εὐαπόλυτος — easy to be separated from masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπολυτώτερον — εὐαπόλυτος easy to be separated from masc acc comp sg εὐαπόλυτος easy to be separated from neut nom/voc/acc comp sg εὐαπόλυτος easy to be separated from adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπόλυτον — εὐαπόλυτος easy to be separated from masc/fem acc sg εὐαπόλυτος easy to be separated from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπόλυτα — εὐαπόλυτος easy to be separated from neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»