-
1 ευαπολόγητος
-
2 εὐαπολόγητος
-
3 ευαπολογητος
-
4 εὐαπολόγητος
εὐαπο-λόγητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαπολόγητος
-
5 εὐαπολόγητος
-
6 ευαπολόγητον
εὐαπολόγητοςeasy to excuse: masc /fem acc sgεὐαπολόγητοςeasy to excuse: neut nom /voc /acc sg -
7 εὐαπολόγητον
εὐαπολόγητοςeasy to excuse: masc /fem acc sgεὐαπολόγητοςeasy to excuse: neut nom /voc /acc sg -
8 ευαπολογήτους
-
9 εὐαπολογήτους
См. также в других словарях:
εὐαπολόγητος — easy to excuse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός … Dictionary of Greek
εὐαπολόγητον — εὐαπολόγητος easy to excuse masc/fem acc sg εὐαπολόγητος easy to excuse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπολογήτους — εὐαπολόγητος easy to excuse masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)