Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐαπολόγητος

См. также в других словарях:

  • εὐαπολόγητος — easy to excuse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός …   Dictionary of Greek

  • εὐαπολόγητον — εὐαπολόγητος easy to excuse masc/fem acc sg εὐαπολόγητος easy to excuse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπολογήτους — εὐαπολόγητος easy to excuse masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»