-
1 ευανάγνωστος
-
2 εὐανάγνωστος
-
3 ευαναγνωστος
-
4 ευανάγνωστος
η, ο [ος, ον ] удобочитаемый, чёткий, разборчивый (о почерке и т. п.);τό ευανάγνωστο γράψιμο — чёткость письма
-
5 εὐανάγνωστος
εὐανά-γνωστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐανάγνωστος
-
6 εὐανάγνωστος
-
7 ευανάγνωστος
okunaklı -
8 ευανάγνωστος
lisible -
9 ευανάγνωστος
czytelny przym. -
10 ευανάγνωστος
čitelný -
11 ευανάγνωστος
legibleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευανάγνωστος
-
12 ευανάγνωστον
εὐανάγνωστοςeasy to read aloud: masc /fem acc sgεὐανάγνωστοςeasy to read aloud: neut nom /voc /acc sg -
13 εὐανάγνωστον
εὐανάγνωστοςeasy to read aloud: masc /fem acc sgεὐανάγνωστοςeasy to read aloud: neut nom /voc /acc sg -
14 γραφή
η1) письмо, писание (действие); искусство письма;της γραφης — письменный;
μαθαίνω γραφή — учиться писать;
σφηνοειδής γραφή — клинопись;
2) почерк;γραφή ευανάγνωστος — разборчивый почерк;
δείγμα γραφής — образец почерка какого-л. лица;
3) письмо, записка;4) грамота, письменность; § η (Αγία) Γραφή священное писание -
15 ευανάγνωστα
-
16 εὐανάγνωστα
См. также в других словарях:
εὐανάγνωστος — easy to read aloud masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευανάγνωστος — η, ο (Α εὐανάγνωστος, ον) αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν) η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. επίρρ... ευαναγνώστως και ευανάγνωστα με… … Dictionary of Greek
ευανάγνωστος — η, ο αυτός που διαβάζεται εύκολα (αντίθ. δυσανάγνωστος):Υπογραφή ευανάγνωστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐανάγνωστον — εὐανάγνωστος easy to read aloud masc/fem acc sg εὐανάγνωστος easy to read aloud neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάγνωστα — εὐανάγνωστος easy to read aloud neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
ευκολοδιάβαστος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν διαβάσει εύκολα, ο ευανάγνωστος, ο ευκρινής … Dictionary of Greek
εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek