-
1 ευαμερίαν
-
2 εὐαμερίαν
См. также в других словарях:
εὐαμερίαν — εὐᾱμερίᾱν , εὐημερία fine weather fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβίζω — Α [σέβας] 1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.) 2. (με αιτ. ή γεν. τής αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι 3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.) 4. (σχετικά με θάνατο ή… … Dictionary of Greek