-
1 ευαλδέως
-
2 εὐαλδέως
-
3 εὐ-αλδής
См. также в других словарях:
εὐαλδέως — εὐαλδής well grown adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαλδής — εὐαλδής, ές (Α) 1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα 2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.). επίρρ... ευαλδέως με εύκολη, γρήγορη αύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αν αλδής, νε αλδής] … Dictionary of Greek