Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐαγέως

См. также в других словарях:

  • εὐαγέως — εὐαγής 1 free from pollution adverbial (epic doric ionic aeolic) εὐαγής 2 free from pollution adverbial (epic doric ionic aeolic) εὐᾱγέως , εὐαγής 3 free from pollution adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»