Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐάνιος

См. также в других словарях:

  • ευάνιος — εὐάνιος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται 2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνιος (< ανία), πρβλ. δυσ… …   Dictionary of Greek

  • εὐάνιος — taking trouble easily masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»