-
1 ευάμπελος
-
2 εὐάμπελος
-
3 εὐάμπελος
εὐάμπελος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάμπελος
-
4 ευάμπελον
εὐάμπελοςwith fine vines: masc /fem acc sgεὐάμπελοςwith fine vines: neut nom /voc /acc sg -
5 εὐάμπελον
εὐάμπελοςwith fine vines: masc /fem acc sgεὐάμπελοςwith fine vines: neut nom /voc /acc sg -
6 ευαμπέλου
-
7 εὐαμπέλου
-
8 ευαμπέλους
-
9 εὐαμπέλους
-
10 ευάμπελα
-
11 εὐάμπελα
-
12 ευάμπελοι
-
13 εὐάμπελοι
См. также в других словарях:
ευάμπελος — εὐάμπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῑνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια 3. επίθ. τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος] … Dictionary of Greek
εὐάμπελος — with fine vines masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάμπελον — εὐάμπελος with fine vines masc/fem acc sg εὐάμπελος with fine vines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαμπέλου — εὐάμπελος with fine vines masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαμπέλους — εὐάμπελος with fine vines masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάμπελα — εὐάμπελος with fine vines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάμπελοι — εὐάμπελος with fine vines masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek