-
81 μηχανή
μηχανή, ἡ ( machina, machen), eigtl. Hülfsmittel, Werkzeug Etwas zu machen, zu bewerkstelligen; – a) List, Kunstgriff, Ränke; Hes. Th. 146; ὀρϑοβούλοισι μαχαναῖς, Pind. P. 8, 78; πᾶσαν συνάψας μηχανὴν δυςβουλίας, Aesch. Ag. 1391; ἐννυχίοις μηχαναῖς, Soph. Ai. 181; neben πόρος, Eur. Med. 260; ἐχϑρῶν, Anschlag der Feinde, Rhes. 141; ποίας μηχανὰς πλέκουσιν, Andr. 66, wie Plat. Conv. 203 d; μηχαναὶ Σισύφου, Ar. Ach. 366; σοφιστῶν, Plat. Legg. X, 908 d. – b) Kunst, Erfindung; τὰν ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, Pind. P. 3, 62; ποτανά, N. 7, 22; εὗρε μηχανὴν σωτηρίας, er erfand Mittel zur Rettung, Aesch. Spt. 191. – Bes. c) Vorrichtung zu Etwas, Werkzeug; ἰχϑυβόλῳ μηχανᾷ, Aesch. Spt. 123; μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορϑμόν, durch künstliche Vorrichtungen, Pers. 708; πόλιν πύργων βαϑείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου ϑηρός, Soph. Ant. 348; μηχανή τε πεπλεγμένη, Eur. Andr. 996; εἰς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν, Or. 1423; καινὰς μηχανὰς προςφέρειν πρός τινα, Ar. Nubb. 472; τινί, Thesm. 1132. Bes. Kriegs- u. Belagerungsmaschinen, μηχανὰς προςῆγον τῇ πόλει, Thuc. 3, 76. 4, 100 u. öfter, wie Pol. oft. Auch von Theatermaschinen, ὥςπερ ἐπὶ τραγικῆς μηχανῆς ϑεός, Plat. Clit. 407 a, vgl. Crat. 425 d; ὁ ἀπὸ μηχανῆς ϑεός, Men. bei Schol. Plat. p. 394; Plut. u. a. Sp. – Uebh. Mittel wozu, Etwas zu erlangen; εἴ τίς ἐστι μηχανή, ἴϑι καὶ πειρῶ, Her. 8, 57, öfter; μηδεμιῇ μηχανῇ, allgemein = auf keine Weise, 7, 51, u. so οὐδεμίην εἶναι μηχανήν, ὅκως οὐ τῷ ἀστῷ προςϑήσονται, es gäbe keinen Ausweg, daß sie nicht, sie müßten, 2, 160; ἔστι τοι οὐδεμίη μηχανὴ μὴ οὐκ ἀπολωλέναι, 2, 181, vgl. 1, 209. 3, 51; μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ, Thuc. 5, 18. 47; τίς μηχανὴ μὴ οὐχί, wie ist es anders möglich, als daß, Plat. Phaed. 72 d; οὐδεμία γὰρ μηχανὴ εἴη, denn es sei nicht möglich, ib. 86 a, öfter; mit folgendem ὥςτε, Conv. 188 e u. öfter bei Folgdn.
-
82 ἀνα-κωχή
ἀνα-κωχή, ἡ (nach alten Gramm. ἀνοκωχή, richtiger gebildete Form von ἔχω, für das nach Moeris hellenistische ἀνοχή, B. A. 406, die sich auch in einigen mss. findet), Hemmung, Waffenstillstand, Thuc. 1, 66, δι' ἀνακωχῆς γενέσϑαι τινί, mit einem Waffenstillstand gemacht haben, neben ἔνσπονδον εἶναι, 1, 40 u. öfter. Der Unterschied, den Ammon. macht, ἀνακωχὴ ἡ ἐπὶ τῶν νεῶν ἀναχώρησις, ἀνοκωχὴ ἀνοχὴ μικρὰ πολέμου, läßt sich wenigstens nicht nachweisen.
-
83 ἐν-θουσιάζω
ἐν-θουσιάζω, gottbegeistert sein, verzückt, außer sich sein; ϑείους τε εἶναι καὶ ἐνϑουσιάζειν Plat. Men. 99 d; ἐνϑουσιάζοντες ὥσπερ οἱ ϑεομάντεις Apol. 22 c; ὑπὸ τῶν Νυμφῶν σαφῶς ἐνϑουσιάσω Phaedr. 241 e; ἐνϑουσιάσαι ποιεῖν τινὰ ἐπαί. νοις ἢ ψόγοις, durch Lob oder Tadel aufregen, Arist. rhet. 3, 7; ἐπὶ τοῖς τῆς μητρὸς ἱεροῖς, von den Priestern der Kybele, D. Sic. 5, 49; περί τι, Plut. Cat. min. 22; εἴς τι, heftig wonach verlangen, Ael. N. A. 4, 31. – Auch trans., τινὶ ἔρωτας, mit Liebe begeistern, Hermes bei Stob. ecl. phys. p. 430. Davon
-
84 εἴδω
εἴδω, video, wissen; (1) sehen; pass., gesehen werden, erscheinen, εἴδεται ἦμαρ, ἄστρα, der Tag, die Sterne werden sichtbar, erscheinen. Den Anschein haben, wie δοκέω, τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι, das scheint, dünkt dir der Tod zu sein; ὥς που καὶ βασιλεῠσιν ἐείδεται σαώτερος ἔμμεναι οἶκος; εἴσατ' ἴμεν ἐς Λῆμνον, er hatte den Anschein, er stellte sich als ob er nach Lemnos ginge; ähnlich sein, gleichen; ἐείσατο φϑογγἡν Πολίτῃ, an Stimme glich er dem Polites; Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν, eigtl. sich das Ansehen gebend, gleichend dem Mentor an Wuchs u. Sprache. (2) wissen. Eigentlich = ich habe gesehen, wahrgenommen, = ich weiß, verstehe, kenne. Bes. vom mittelbaren Wissen, Δελφῶν οἶδα ἀκούσας, ich weiß es aus der Erzählung der D.; das partic. auch absolut, wissend, kundig; οὔτινα οἶδε ϑέμιστα, wie ἀϑεμίστια ᾔδη, er verstand sich auf Ungerechtigkeit u. Frevel, war ein ruchloser Mensch; ὅμως δέ τοι ἤπια οἶδεν, er ist dir freundlich gesinnt; χάριν εἰδέναι τινί, einem Dank wissen; φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν, freundschaftliche Gesinnungen gegen einander hegend; bes. im part., τόξων εὖ εἰδώς, der sich wohl auf den Bogen versteht, wohl kundig des Bogens; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν, er versteht es, im Stande sein, können; τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, ich weiß, daß sie sind; ἴσϑι τἀληϑῆ κλύων, wisse, daß du die Wahrheit hörtest; εἰδότες οὐκ ἂν ὁμοίως δυνηϑέντες, daß sie nicht auf gleiche Weise im Stande sein würden; τὴν παρϑένον οὐκ οἶδα, οὗ γῆς εἰσέδυ, ich weiß nicht, wohin die Jungfrau ging; οἶσϑ' ὡς ποίησον, eigtl. ποίησον οἶσϑ' ὡς, mach' es weißt du wie, weißt du was du tun mußt. Häufig ist ἴστω Ζεύς in Beteuerungen, das wisse Zeus, Zeus sei Zeuge
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… … Dictionary of Greek
Στιλβής, Κωσταντίνος — Βυζαντινός λόγιος, που άκμασε στο τέλος του 12ου και στις αρχές του 13ου αι. Έγραψε ποίημα, σε ιαμβικό μέτρο, με τον τίτλο Περί της μεγάλης εν Κωνσταντινουπόλει πυρκαϊάς κατά το 1198 και διάφορα άλλα έμμετρα, μεταξύ των οποίων και ένα με τον… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek