-
1 είαντο
-
2 εἵαντο
См. также в других словарях:
εἵαντο — εἴᾱντο , ἐάω suffer plup ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 είαντο
2 εἵαντο
εἵαντο — εἴᾱντο , ἐάω suffer plup ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)