-
1 εισοψις
- εως ἥ досл. взгляд, перен. наглядностьπαράδειγμα εἴσοψίν τ΄ ἔχειν τινί Eur. — служить наглядным примером кому-л.
См. также в других словарях:
είσοψις — εἴσοψις, η (Α) προσεκτική παρατήρηση … Dictionary of Greek
εἰσόψει — εἴσοψις spectacle fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσόψεϊ , εἴσοψις spectacle fem dat sg (epic) εἴσοψις spectacle fem dat sg (attic ionic) εἰσοράω look into fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοψιν — εἴσοψις spectacle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)