-
1 εισοπτος
ион. ἔσοπτος 2заметный, находящийся на виду, отовсюду (со всех сторон) хорошо видимый(τὸ ἱρόν Her.)
-
2 εἴσοπτος
εἴσοπτος, ον,A visible,βιεφάροις θνατῶν ἔς. Simon.58.4
, cf. Hdt.2.138, Antipho Soph.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἴσοπτος
-
3 έσοπτον
-
4 ἔσοπτον
-
5 έσοπτος
-
6 ἔσοπτος
-
7 είσοπτοι
-
8 εἴσοπτοι
См. также в других словарях:
είσοπτος — εἴσοπτος και ἔσοπτος, ον (Α) ορατός, προσιτός στη θέα … Dictionary of Greek
ἔσοπτον — εἴσοπτος visible masc/fem acc sg εἴσοπτος visible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοπτοι — εἴσοπτος visible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσοπτος — εἴσοπτος visible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)